Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
ἑρπυστής
View word page
ἕρπης
shingles
ShortDef
shingles
Debugging
Headword:
ἕρπης
Headword (normalized):
ἕρπης
Headword (normalized/stripped):
ερπης
IDX:
36082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36083
Key:
Data
{'content': 'shingles'}