Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
ἑρπυστήρ
View word page
ἑρπηνώδης
of the nature of ἕρπης

ShortDef

of the nature of ἕρπης

Debugging

Headword:
ἑρπηνώδης
Headword (normalized):
ἑρπηνώδης
Headword (normalized/stripped):
ερπηνωδης
IDX:
36081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36082
Key:

Data

{'content': 'of the nature of ἕρπης'}