Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
ἕρπυσις
View word page
ἕρπηλα
shell-fish
ShortDef
shell-fish
Debugging
Headword:
ἕρπηλα
Headword (normalized):
ἕρπηλα
Headword (normalized/stripped):
ερπηλα
IDX:
36080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36081
Key:
Data
{'content': 'shell-fish'}