Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
ἑρπυλλίς
ἕρπυλλος
ἕρπύσιμος
View word page
ἑρπηδών
a crawling
ShortDef
a crawling
Debugging
Headword:
ἑρπηδών
Headword (normalized):
ἑρπηδών
Headword (normalized/stripped):
ερπηδων
IDX:
36079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36080
Key:
Data
{'content': 'a crawling'}