Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρνόομαι
ἔρνος
ἐρνώδης
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
ἑρπύζω
ἑρπύλλινος
View word page
ἑρπετόν
a walking animal, quadruped

ShortDef

a walking animal, quadruped

Debugging

Headword:
ἑρπετόν
Headword (normalized):
ἑρπετόν
Headword (normalized/stripped):
ερπετον
IDX:
36076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36077
Key:

Data

{'content': 'a walking animal, quadruped'}