Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρνεσίπεπλος
ἐρνοκόμος
ἐρνόομαι
ἔρνος
ἐρνώδης
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
ἑρπηνώδης
ἕρπης
ἑρπηστής
ἕρπις
View word page
ἑρπετόδηκτος
bitten by a reptile

ShortDef

bitten by a reptile

Debugging

Headword:
ἑρπετόδηκτος
Headword (normalized):
ἑρπετόδηκτος
Headword (normalized/stripped):
ερπετοδηκτος
IDX:
36074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36075
Key:

Data

{'content': 'bitten by a reptile'}