Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἑρμολογέω
Ἑρμομαχέω
Ἕρμος
Ἑρμότιμος
ἐρνεσίπεπλος
ἐρνοκόμος
ἐρνόομαι
ἔρνος
ἐρνώδης
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
ἑρπετόν
Ἑρπετοσῖται
ἑρπετώδης
ἑρπηδών
ἕρπηλα
View word page
ἐρόεις
lovely, charming

ShortDef

lovely, charming

Debugging

Headword:
ἐρόεις
Headword (normalized):
ἐρόεις
Headword (normalized/stripped):
εροεις
IDX:
36070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36071
Key:

Data

{'content': 'lovely, charming'}