Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀληθουργής
Ἀλήϊον
ἀλήϊος
ἄληκτος
ἄληκτος2
ἄλημα
ἀλημοσύνη
ἀλήμων
ἄληνον
ἄληπτος
ἁλής
ἀλησία
ἄλησις
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
ἀλητικός
ἀλητοειδής
View word page
ἁλής
assembled, thronged, in a mass, all at once

ShortDef

assembled, thronged, in a mass, all at once

Debugging

Headword:
ἁλής
Headword (normalized):
ἁλής
Headword (normalized/stripped):
αλης
IDX:
3606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3607
Key:

Data

{'content': 'assembled, thronged, in a mass, all at once'}