Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφικός
Ἑρμοδάκτυλον
Ἑρμοκοπίδης
Ἑρμοκράτης
Ἑρμολογέω
Ἑρμομαχέω
Ἕρμος
Ἑρμότιμος
ἐρνεσίπεπλος
ἐρνοκόμος
ἐρνόομαι
ἔρνος
ἐρνώδης
Ἐρξείης
ἐρόεις
ἔρομαι
ἔρος
ἔρος2
ἑρπετόδηκτος
ἑρπετόεις
View word page
ἐρνοκόμος
tending young plants

ShortDef

tending young plants

Debugging

Headword:
ἐρνοκόμος
Headword (normalized):
ἐρνοκόμος
Headword (normalized/stripped):
ερνοκομος
IDX:
36065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36066
Key:

Data

{'content': 'tending young plants'}