Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμίδιον
ἑρμίν
Ἑρμιονεύς
Ἑρμιόνη
Ἑρμιονίς
Ἕρμιππος
ἑρμίς
Ἑρμογένης
ἑρμογλυφεῖον
ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφικός
Ἑρμοδάκτυλον
Ἑρμοκοπίδης
Ἑρμοκράτης
Ἑρμολογέω
Ἑρμομαχέω
Ἕρμος
View word page
ἑρμίς
a bed-post (LSJ ἑρμίν)

ShortDef

a bed-post (LSJ ἑρμίν)

Debugging

Headword:
ἑρμίς
Headword (normalized):
ἑρμίς
Headword (normalized/stripped):
ερμις
IDX:
36052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36053
Key:

Data

{'content': 'a bed-post (LSJ ἑρμίν)'}