Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρμηνευματικά
ἑρμηνεύς
ἑρμήνευσις
ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμίδιον
ἑρμίν
Ἑρμιονεύς
Ἑρμιόνη
Ἑρμιονίς
Ἕρμιππος
ἑρμίς
Ἑρμογένης
ἑρμογλυφεῖον
ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφικός
Ἑρμοδάκτυλον
Ἑρμοκοπίδης
Ἑρμοκράτης
View word page
Ἑρμιόνη
Hermione

ShortDef

Hermione

Debugging

Headword:
Ἑρμιόνη
Headword (normalized):
ἑρμιόνη
Headword (normalized/stripped):
ερμιονη
IDX:
36049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36050
Key:

Data

{'content': 'Hermione'}