Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀληθορκέω
ἀληθοσύνη
ἀληθουργής
Ἀλήϊον
ἀλήϊος
ἄληκτος
ἄληκτος2
ἄλημα
ἀλημοσύνη
ἀλήμων
ἄληνον
ἄληπτος
ἁλής
ἀλησία
ἄλησις
ἀλησμόνητος
ἀλήστευτος
ἀλητεία
ἀλητεύω
ἀλητήρ
ἀλήτης
View word page
ἄληνον
oil of almonds
ShortDef
oil of almonds
Debugging
Headword:
ἄληνον
Headword (normalized):
ἄληνον
Headword (normalized/stripped):
αληνον
IDX:
3604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3605
Key:
Data
{'content': 'oil of almonds'}