Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνευματικά
ἑρμηνεύς
ἑρμήνευσις
ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμίδιον
ἑρμίν
Ἑρμιονεύς
Ἑρμιόνη
Ἑρμιονίς
Ἕρμιππος
ἑρμίς
Ἑρμογένης
ἑρμογλυφεῖον
ἑρμογλυφεύς
ἑρμογλυφικός
View word page
Ἑρμίδιον
a little Hermes
ShortDef
a little Hermes
Debugging
Headword:
Ἑρμίδιον
Headword (normalized):
ἑρμίδιον
Headword (normalized/stripped):
ερμιδιον
IDX:
36046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36047
Key:
Data
{'content': 'a little Hermes'}