Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμεῖον
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνευματικά
ἑρμηνεύς
ἑρμήνευσις
ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμίδιον
ἑρμίν
Ἑρμιονεύς
Ἑρμιόνη
Ἑρμιονίς
View word page
ἑρμηνεύς
interpreter
ShortDef
interpreter
Debugging
Headword:
ἑρμηνεύς
Headword (normalized):
ἑρμηνεύς
Headword (normalized/stripped):
ερμηνευς
IDX:
36040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36041
Key:
Data
{'content': 'interpreter'}