Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕρμασμα
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμεῖον
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνευματικά
ἑρμηνεύς
ἑρμήνευσις
ἑρμηνευτέον
ἑρμηνευτικός
ἑρμηνεύω
Ἑρμῆς
Ἑρμίδιον
ἑρμίν
Ἑρμιονεύς
Ἑρμιόνη
View word page
ἑρμηνευματικά
glossaries
ShortDef
glossaries
Debugging
Headword:
ἑρμηνευματικά
Headword (normalized):
ἑρμηνευματικά
Headword (normalized/stripped):
ερμηνευματικα
IDX:
36039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36040
Key:
Data
{'content': 'glossaries'}