Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
ἕρμαιον
Ἑρμαῖος
ἑρμαϊσταί
ἑρμανεύς
ἕρμαξ
ἕρμασις
ἕρμασμα
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμεῖον
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
ἑρμηνευματικά
ἑρμηνεύς
View word page
ἑρμασμός
supporting

ShortDef

supporting

Debugging

Headword:
ἑρμασμός
Headword (normalized):
ἑρμασμός
Headword (normalized/stripped):
ερμασμος
IDX:
36030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36031
Key:

Data

{'content': 'supporting'}