Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
ἕρμαιον
Ἑρμαῖος
ἑρμαϊσταί
ἑρμανεύς
ἕρμαξ
ἕρμασις
ἕρμασμα
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμεῖον
Ἑρμῄδιον
ἑρμηνεία
ἑρμήνευμα
View word page
ἕρμασις
supporting

ShortDef

supporting

Debugging

Headword:
ἕρμασις
Headword (normalized):
ἕρμασις
Headword (normalized/stripped):
ερμασις
IDX:
36028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36029
Key:

Data

{'content': 'supporting'}