Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
ἕρμαιον
Ἑρμαῖος
ἑρμαϊσταί
ἑρμανεύς
ἕρμαξ
ἕρμασις
ἕρμασμα
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
Ἑρμαφρόδιτος
Ἑρμεῖον
Ἑρμῄδιον
View word page
ἑρμανεύς
interpreter
ShortDef
interpreter
Debugging
Headword:
ἑρμανεύς
Headword (normalized):
ἑρμανεύς
Headword (normalized/stripped):
ερμανευς
IDX:
36026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36027
Key:
Data
{'content': 'interpreter'}