Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρκοῦρος
ἑρκτός
ἕρκτωρ
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
ἕρμαιον
Ἑρμαῖος
ἑρμαϊσταί
ἑρμανεύς
ἕρμαξ
ἕρμασις
ἕρμασμα
ἑρμασμός
ἑρματίζω
ἑρματικός
ἑρματίτης
View word page
ἕρμαιον
a god-send, wind-fall

ShortDef

a god-send, wind-fall

Debugging

Headword:
ἕρμαιον
Headword (normalized):
ἕρμαιον
Headword (normalized/stripped):
ερμαιον
IDX:
36023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36024
Key:

Data

{'content': 'a god-send, wind-fall'}