Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρκίτης
ἑρκοθηρικός
ἑρκόπεζα
ἕρκος
ἑρκοῦρος
ἑρκτός
ἕρκτωρ
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
ἕρμαιον
Ἑρμαῖος
ἑρμαϊσταί
ἑρμανεύς
ἕρμαξ
ἕρμασις
ἕρμασμα
View word page
ἑρμάζω
steady, support

ShortDef

steady, support

Debugging

Headword:
ἑρμάζω
Headword (normalized):
ἑρμάζω
Headword (normalized/stripped):
ερμαζω
IDX:
36019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36020
Key:

Data

{'content': 'steady, support'}