Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑρκίον
ἑρκίτης
ἑρκοθηρικός
ἑρκόπεζα
ἕρκος
ἑρκοῦρος
ἑρκτός
ἕρκτωρ
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
ἕρμαιον
Ἑρμαῖος
ἑρμαϊσταί
ἑρμανεύς
ἕρμαξ
ἕρμασις
View word page
ἑρμαγέλη
a herd of Hermae

ShortDef

a herd of Hermae

Debugging

Headword:
ἑρμαγέλη
Headword (normalized):
ἑρμαγέλη
Headword (normalized/stripped):
ερμαγελη
IDX:
36018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36019
Key:

Data

{'content': 'a herd of Hermae'}