Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐριώπης
ἑρκάνη
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἑρκίτης
ἑρκοθηρικός
ἑρκόπεζα
ἕρκος
ἑρκοῦρος
ἑρκτός
ἕρκτωρ
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
ἕρμαιον
Ἑρμαῖος
ἑρμαϊσταί
View word page
ἕρκτωρ
a doer

ShortDef

a doer

Debugging

Headword:
ἕρκτωρ
Headword (normalized):
ἕρκτωρ
Headword (normalized/stripped):
ερκτωρ
IDX:
36015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36016
Key:

Data

{'content': 'a doer'}