Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐριώδυνος
ἐριώδων
ἐριώλη
ἐριώπης
ἑρκάνη
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἑρκίτης
ἑρκοθηρικός
ἑρκόπεζα
ἕρκος
ἑρκοῦρος
ἑρκτός
ἕρκτωρ
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
Ἑρμαθήνη
Ἑρμαΐζομαι
Ἑρμαϊκός
View word page
ἕρκος
a fence, hedge, wall

ShortDef

a fence, hedge, wall

Debugging

Headword:
ἕρκος
Headword (normalized):
ἕρκος
Headword (normalized/stripped):
ερκος
IDX:
36012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36013
Key:

Data

{'content': 'a fence, hedge, wall'}