Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐριχθόνιος
ἐρίχρυσος
ἐριώδης
ἐριώδυνος
ἐριώδων
ἐριώλη
ἐριώπης
ἑρκάνη
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἑρκίτης
ἑρκοθηρικός
ἑρκόπεζα
ἕρκος
ἑρκοῦρος
ἑρκτός
ἕρκτωρ
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
ἑρμάζω
View word page
ἑρκίτης
farm-slave
ShortDef
farm-slave
Debugging
Headword:
ἑρκίτης
Headword (normalized):
ἑρκίτης
Headword (normalized/stripped):
ερκιτης
IDX:
36009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36010
Key:
Data
{'content': 'farm-slave'}