Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐρίφυλλος
Ἐριχθόνιος
ἐρίχρυσος
ἐριώδης
ἐριώδυνος
ἐριώδων
ἐριώλη
ἐριώπης
ἑρκάνη
ἑρκεῖος
ἑρκίον
ἑρκίτης
ἑρκοθηρικός
ἑρκόπεζα
ἕρκος
ἑρκοῦρος
ἑρκτός
ἕρκτωρ
ἕρμα
ἕρμα2
ἑρμαγέλη
View word page
ἑρκίον
a fence, inclosure

ShortDef

a fence, inclosure

Debugging

Headword:
ἑρκίον
Headword (normalized):
ἑρκίον
Headword (normalized/stripped):
ερκιον
IDX:
36008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36009
Key:

Data

{'content': 'a fence, inclosure'}