Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀληθινοπόρφυρος
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθομυθέω
ἀληθόμυθος
ἀληθορκέω
ἀληθοσύνη
ἀληθουργής
Ἀλήϊον
ἀλήϊος
ἄληκτος
ἄληκτος2
ἄλημα
ἀλημοσύνη
ἀλήμων
ἄληνον
ἄληπτος
ἁλής
ἀλησία
ἄλησις
ἀλησμόνητος
View word page
ἄληκτος
unceasing
ShortDef
unceasing
undivided
Debugging
Headword:
ἄληκτος
Headword (normalized):
ἄληκτος
Headword (normalized/stripped):
αληκτος
IDX:
3599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3600
Key:
Data
{'content': 'unceasing'}