Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄβαθρος
Ἄβαι
ἀβακέω
ἀβακής
ἀβάκιον
ἀβακίσκος
ἀβακοειδής
ἀβάκχευτος
ἀβακχίωτος
Ἀβάλας
ἄβαλε
ἀβαμβάκευτος
Ἄβαντες
ἄβαξ
ἀβάπτιστος
ἄβαπτος
Ἀβαρβαρέη
ἀβαρβάριστος
ἀβαρής
ἄβαρις
Ἀβαρνίς
View word page
ἄβαλε
O that!
ShortDef
O that!
Debugging
Headword:
ἄβαλε
Headword (normalized):
ἄβαλε
Headword (normalized/stripped):
αβαλε
IDX:
35
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-36
Key:
Data
{'content': 'O that!'}