Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρισθενής
ἐρίσκηπτον
ἔρισμα
ἐρισμάραγος
ἐρίσπορος
ἐριστάφυλος
ἐριστέφανος
ἐριστής
ἐριστικός
ἐριστός
ἐρισφάραγος
ἐρίσφηλος
ἐριταρβής
ἐρίτιμος
ἐρίτμητος
ἐριφεγγής
ἐρίφειος
ἐρίφιον
ἐριφλεγής
ἐρίφλοιος
ἔριφος
View word page
ἐρισφάραγος
loud-roaring

ShortDef

loud-roaring

Debugging

Headword:
ἐρισφάραγος
Headword (normalized):
ἐρισφάραγος
Headword (normalized/stripped):
ερισφαραγος
IDX:
35985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35986
Key:

Data

{'content': 'loud-roaring'}