Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρίπνοος
ἐριπτοίητος
ἐρίς
ἔρις
ἔρις2
ἐρισάλπιγξ
ἐρισθενής
ἐρίσκηπτον
ἔρισμα
ἐρισμάραγος
ἐρίσπορος
ἐριστάφυλος
ἐριστέφανος
ἐριστής
ἐριστικός
ἐριστός
ἐρισφάραγος
ἐρίσφηλος
ἐριταρβής
ἐρίτιμος
ἐρίτμητος
View word page
ἐρίσπορος
well-sown

ShortDef

well-sown

Debugging

Headword:
ἐρίσπορος
Headword (normalized):
ἐρίσπορος
Headword (normalized/stripped):
ερισπορος
IDX:
35979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35980
Key:

Data

{'content': 'well-sown'}