Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρίπλευρος
ἐρίπνα
ἐρίπνη
ἐρίπνοος
ἐριπτοίητος
ἐρίς
ἔρις
ἔρις2
ἐρισάλπιγξ
ἐρισθενής
ἐρίσκηπτον
ἔρισμα
ἐρισμάραγος
ἐρίσπορος
ἐριστάφυλος
ἐριστέφανος
ἐριστής
ἐριστικός
ἐριστός
ἐρισφάραγος
ἐρίσφηλος
View word page
ἐρίσκηπτον
erisceptron
ShortDef
erisceptron
Debugging
Headword:
ἐρίσκηπτον
Headword (normalized):
ἐρίσκηπτον
Headword (normalized/stripped):
ερισκηπτον
IDX:
35976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35977
Key:
Data
{'content': 'erisceptron'}