Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐριοπλύτης
ἐριοπωλέω
ἐριοπώλης
ἐριοπωλικῶς
ἐριοπώλιον
ἐριοραβδιστής
Ἕριος
ἐριόστεπτος
ἐριούνιος
ἐριουργεῖον
ἐριουργέω
ἐριουργία
ἐριουργικός
ἐριουργός
ἐριουφάντης
ἐριοφόρος
ἐρίπλευρος
ἐρίπνα
ἐρίπνη
ἐρίπνοος
ἐριπτοίητος
View word page
ἐριουργέω
to work in wool

ShortDef

to work in wool

Debugging

Headword:
ἐριουργέω
Headword (normalized):
ἐριουργέω
Headword (normalized/stripped):
εριουργεω
IDX:
35960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35961
Key:

Data

{'content': 'to work in wool'}