Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐριοκάρτης
ἔριον
ἐριόξυλον
ἐριοπλύτης
ἐριοπωλέω
ἐριοπώλης
ἐριοπωλικῶς
ἐριοπώλιον
ἐριοραβδιστής
Ἕριος
ἐριόστεπτος
ἐριούνιος
ἐριουργεῖον
ἐριουργέω
ἐριουργία
ἐριουργικός
ἐριουργός
ἐριουφάντης
ἐριοφόρος
ἐρίπλευρος
ἐρίπνα
View word page
ἐριόστεπτος
wreathed in wool

ShortDef

wreathed in wool

Debugging

Headword:
ἐριόστεπτος
Headword (normalized):
ἐριόστεπτος
Headword (normalized/stripped):
εριοστεπτος
IDX:
35957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35958
Key:

Data

{'content': 'wreathed in wool'}