Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρικλάγκτης
ἐρίκλαυστος
ἐρίκλαυτος
ἐρικλυτός
ἐρικός
ἐρικτέανος
ἐρίκτυπος
ἐρικυδής
ἐρικύμων
ἐριλαμπής
ἐρίμυκος
ἐρινάζω
ἐρινάς
ἐρινάς2
ἐρινασμός
ἐριναστός
ἐρινεόν
ἐρίνεος
ἐρινεός
ἐρινεώδης
ἐρινόν
View word page
ἐρίμυκος
loud-bellowing
ShortDef
loud-bellowing
Debugging
Headword:
ἐρίμυκος
Headword (normalized):
ἐρίμυκος
Headword (normalized/stripped):
εριμυκος
IDX:
35931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35932
Key:
Data
{'content': 'loud-bellowing'}