Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀληθείη
ἀλήθευσις
ἀληθευτής
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθίζω
ἀληθινολογέω
ἀληθινολογία
ἀληθινόπινος
ἀληθινοπόρφυρος
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθομυθέω
ἀληθόμυθος
ἀληθορκέω
ἀληθοσύνη
ἀληθουργής
Ἀλήϊον
ἀλήϊος
ἄληκτος
View word page
ἀληθινοπόρφυρος
of genuine purple

ShortDef

of genuine purple

Debugging

Headword:
ἀληθινοπόρφυρος
Headword (normalized):
ἀληθινοπόρφυρος
Headword (normalized/stripped):
αληθινοπορφυρος
IDX:
3589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3590
Key:

Data

{'content': 'of genuine purple'}