Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρίβομβος
ἐριβρεμέτης
ἐριβριθής
ἐρίβρομος
ἐρίβρυχος
ἐριβῶλαξ
ἐριγάστωρ
ἐριγδουπέω
ἐρίγδουπος
ἐριγηθής
ἐρίγηρυς
ἐρίγληνος
ἔριγμα
ἐριδαίνω
ἐριδάντης
ἐριδινής
ἐριδμαίνω
ἐρίδματος
ἐρίδωρος
ἐριέμπορος
ἐρίζω
View word page
ἐρίγηρυς
loud-speaking

ShortDef

loud-speaking

Debugging

Headword:
ἐρίγηρυς
Headword (normalized):
ἐρίγηρυς
Headword (normalized/stripped):
εριγηρυς
IDX:
35893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35894
Key:

Data

{'content': 'loud-speaking'}