Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρημόω
ἐρήμωσις
ἐρημωτής
ἐρής
ἐρητύω
ἔρι
ἐριαύχην
ἐριαχθής
ἐριβόας
Ἐρίβοια
ἐρίβομβος
ἐριβρεμέτης
ἐριβριθής
ἐρίβρομος
ἐρίβρυχος
ἐριβῶλαξ
ἐριγάστωρ
ἐριγδουπέω
ἐρίγδουπος
ἐριγηθής
ἐρίγηρυς
View word page
ἐρίβομβος
loud-buzzing
ShortDef
loud-buzzing
Debugging
Headword:
ἐρίβομβος
Headword (normalized):
ἐρίβομβος
Headword (normalized/stripped):
εριβομβος
IDX:
35883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35884
Key:
Data
{'content': 'loud-buzzing'}