Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρημοποιός
ἐρημοπολέω
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσκόπος
ἐρημοσύνη
ἐρημοτελωνία
ἐρημοφίλης
ἐρημοφύλαξ
ἐρημόω
ἐρήμωσις
ἐρημωτής
ἐρής
ἐρητύω
ἔρι
ἐριαύχην
ἐριαχθής
ἐριβόας
Ἐρίβοια
ἐρίβομβος
ἐριβρεμέτης
View word page
ἐρήμωσις
making desolate
ShortDef
making desolate
Debugging
Headword:
ἐρήμωσις
Headword (normalized):
ἐρήμωσις
Headword (normalized/stripped):
ερημωσις
IDX:
35874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35875
Key:
Data
{'content': 'making desolate'}