Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρημιάς
ἐρημικός
ἐρημίτης
ἐρημοβάτης
ἐρημοβόας
ἐρημοκόμης
ἐρημολάλος
ἐρημόνομος
ἐρημονόμος
ἐρημοπλάνος
ἐρημοποιός
ἐρημοπολέω
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσκόπος
ἐρημοσύνη
ἐρημοτελωνία
ἐρημοφίλης
ἐρημοφύλαξ
ἐρημόω
ἐρήμωσις
View word page
ἐρημοποιός
making desolate
ShortDef
making desolate
Debugging
Headword:
ἐρημοποιός
Headword (normalized):
ἐρημοποιός
Headword (normalized/stripped):
ερημοποιος
IDX:
35864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35865
Key:
Data
{'content': 'making desolate'}