Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρημάζω
ἐρημαῖος
ἐρημία
ἐρημιάς
ἐρημικός
ἐρημίτης
ἐρημοβάτης
ἐρημοβόας
ἐρημοκόμης
ἐρημολάλος
ἐρημόνομος
ἐρημονόμος
ἐρημοπλάνος
ἐρημοποιός
ἐρημοπολέω
ἐρημόπολις
ἐρῆμος
ἐρημοσκόπος
ἐρημοσύνη
ἐρημοτελωνία
ἐρημοφίλης
View word page
ἐρημόνομος
desolate

ShortDef

desolate

Debugging

Headword:
ἐρημόνομος
Headword (normalized):
ἐρημόνομος
Headword (normalized/stripped):
ερημονομος
IDX:
35861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35862
Key:

Data

{'content': 'desolate'}