Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀλεωρή
ἄλη
ἁλή
ἁληγός
ἀληθάργητος
ἀλήθεια
ἀληθείη
ἀλήθευσις
ἀληθευτής
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθίζω
ἀληθινολογέω
ἀληθινολογία
ἀληθινόπινος
ἀληθινοπόρφυρος
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθομυθέω
ἀληθόμυθος
View word page
ἀληθεύω
to speak truth
ShortDef
to speak truth
Debugging
Headword:
ἀληθεύω
Headword (normalized):
ἀληθεύω
Headword (normalized/stripped):
αληθευω
IDX:
3583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3584
Key:
Data
{'content': 'to speak truth'}