Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐρετρικός
ἐρευγματώδης
ἐρευγμός
ἐρεύγομαι
ἐρεύγομαι2
ἐρευθαλέος
ἐρευθέδανον
ἐρευθέω
ἐρευθήεις
ἐρεύθημα
ἐρευθιάω
ἔρευθος
ἐρεύθω
ἐρευκτικός
ἔρευνα
ἐρευνάς
ἐρευνάω
ἐρευνητέον
ἐρευνητέος
ἐρευνητής
ἔρευξις
View word page
ἐρευθιάω
become red

ShortDef

become red

Debugging

Headword:
ἐρευθιάω
Headword (normalized):
ἐρευθιάω
Headword (normalized/stripped):
ερευθιαω
IDX:
35832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35833
Key:

Data

{'content': 'become red'}