Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἐρετριάς
Ἐρετριεύς
Ἐρετρικός
ἐρευγματώδης
ἐρευγμός
ἐρεύγομαι
ἐρεύγομαι2
ἐρευθαλέος
ἐρευθέδανον
ἐρευθέω
ἐρευθήεις
ἐρεύθημα
ἐρευθιάω
ἔρευθος
ἐρεύθω
ἐρευκτικός
ἔρευνα
ἐρευνάς
ἐρευνάω
ἐρευνητέον
ἐρευνητέος
View word page
ἐρευθήεις
red
ShortDef
red
Debugging
Headword:
ἐρευθήεις
Headword (normalized):
ἐρευθήεις
Headword (normalized/stripped):
ερευθηεις
IDX:
35830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35831
Key:
Data
{'content': 'red'}