Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐρέτρια
Ἐρετριάς
Ἐρετριεύς
Ἐρετρικός
ἐρευγματώδης
ἐρευγμός
ἐρεύγομαι
ἐρεύγομαι2
ἐρευθαλέος
ἐρευθέδανον
ἐρευθέω
ἐρευθήεις
ἐρεύθημα
ἐρευθιάω
ἔρευθος
ἐρεύθω
ἐρευκτικός
ἔρευνα
ἐρευνάς
ἐρευνάω
ἐρευνητέον
View word page
ἐρευθέω
to be red

ShortDef

to be red

Debugging

Headword:
ἐρευθέω
Headword (normalized):
ἐρευθέω
Headword (normalized/stripped):
ερευθεω
IDX:
35829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35830
Key:

Data

{'content': 'to be red'}