Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλέω2
ἀλεωρή
ἄλη
ἁλή
ἁληγός
ἀληθάργητος
ἀλήθεια
ἀληθείη
ἀλήθευσις
ἀληθευτής
ἀληθευτικός
ἀληθεύω
ἀληθής
ἀληθίζω
ἀληθινολογέω
ἀληθινολογία
ἀληθινόπινος
ἀληθινοπόρφυρος
ἀληθινός
ἀληθόμαντις
ἀληθομυθέω
View word page
ἀληθευτικός
truthful, frank, candid

ShortDef

truthful, frank, candid

Debugging

Headword:
ἀληθευτικός
Headword (normalized):
ἀληθευτικός
Headword (normalized/stripped):
αληθευτικος
IDX:
3582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3583
Key:

Data

{'content': 'truthful, frank, candid'}