Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐρέτης
ἐρετικός
ἐρετμόν
ἐρετμός
ἐρετμόω
Ἐρέτρια
Ἐρετριάς
Ἐρετριεύς
Ἐρετρικός
ἐρευγματώδης
ἐρευγμός
ἐρεύγομαι
ἐρεύγομαι2
ἐρευθαλέος
ἐρευθέδανον
ἐρευθέω
ἐρευθήεις
ἐρεύθημα
ἐρευθιάω
ἔρευθος
ἐρεύθω
View word page
ἐρευγμός
eructation
ShortDef
eructation
Debugging
Headword:
ἐρευγμός
Headword (normalized):
ἐρευγμός
Headword (normalized/stripped):
ερευγμος
IDX:
35824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35825
Key:
Data
{'content': 'eructation'}