Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρεσχηλέω
ἐρέτης
ἐρετικός
ἐρετμόν
ἐρετμός
ἐρετμόω
Ἐρέτρια
Ἐρετριάς
Ἐρετριεύς
Ἐρετρικός
ἐρευγματώδης
ἐρευγμός
ἐρεύγομαι
ἐρεύγομαι2
ἐρευθαλέος
ἐρευθέδανον
ἐρευθέω
ἐρευθήεις
ἐρεύθημα
ἐρευθιάω
ἔρευθος
View word page
ἐρευγματώδης
causing eructation

ShortDef

causing eructation

Debugging

Headword:
ἐρευγματώδης
Headword (normalized):
ἐρευγματώδης
Headword (normalized/stripped):
ερευγματωδης
IDX:
35823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35824
Key:

Data

{'content': 'causing eructation'}