Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄγδην
ἄγε
ἀγέγωνος
ἄγεθλον
ἄγειος
ἀγείρω
ἀγείσωτος
ἀγείτων
ἀγέλα
ἀγελάζομαι
ἀγελαιοκομικός
ἀγελαῖος
ἀγελαιοτροφία
ἀγελαιοτροφικός
ἀγελαιοτρόφος
ἀγελαιών
ἀγέλαοι
Ἀγέλαος
ἀγελαρχέω
ἀγελάρχης
ἀγέλασμα
View word page
ἀγελαιοκομικός
pertaining to cattle-breeding
ShortDef
pertaining to cattle-breeding
Debugging
Headword:
ἀγελαιοκομικός
Headword (normalized):
ἀγελαιοκομικός
Headword (normalized/stripped):
αγελαιοκομικος
IDX:
357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-358
Key:
Data
{'content': 'pertaining to cattle-breeding'}