Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρεικηρόν
ἐρείκινος
ἐρείκιον
ἐρεικίς
ἐρεικίτας
ἐρεικόεις
ἐρεικτός
ἐρείκω
ἐρεινοῦς
ἔρειξις
ἐρείπιον
ἐρείπιος
ἐρειπιώδης
ἐρειπιών
ἐρειποτόπιον
ἐρείπω
ἔρεισις
ἔρεισμα
ἐρειστικός
ἐρείψιμος
ἐρειψιπύλας
View word page
ἐρείπιον
a fallen ruin, wreck

ShortDef

a fallen ruin, wreck

Debugging

Headword:
ἐρείπιον
Headword (normalized):
ἐρείπιον
Headword (normalized/stripped):
ερειπιον
IDX:
35789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35790
Key:

Data

{'content': 'a fallen ruin, wreck'}