Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρείδω
ἐρεικαῖον
ἐρείκη
ἐρεικηρόν
ἐρείκινος
ἐρείκιον
ἐρεικίς
ἐρεικίτας
ἐρεικόεις
ἐρεικτός
ἐρείκω
ἐρεινοῦς
ἔρειξις
ἐρείπιον
ἐρείπιος
ἐρειπιώδης
ἐρειπιών
ἐρειποτόπιον
ἐρείπω
ἔρεισις
ἔρεισμα
View word page
ἐρείκω
rend

ShortDef

rend

Debugging

Headword:
ἐρείκω
Headword (normalized):
ἐρείκω
Headword (normalized/stripped):
ερεικω
IDX:
35786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35787
Key:

Data

{'content': 'rend'}