Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐρέθω
ἐρείδω
ἐρεικαῖον
ἐρείκη
ἐρεικηρόν
ἐρείκινος
ἐρείκιον
ἐρεικίς
ἐρεικίτας
ἐρεικόεις
ἐρεικτός
ἐρείκω
ἐρεινοῦς
ἔρειξις
ἐρείπιον
ἐρείπιος
ἐρειπιώδης
ἐρειπιών
ἐρειποτόπιον
ἐρείπω
ἔρεισις
View word page
ἐρεικτός
bruised, pounded

ShortDef

bruised, pounded

Debugging

Headword:
ἐρεικτός
Headword (normalized):
ἐρεικτός
Headword (normalized/stripped):
ερεικτος
IDX:
35785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-35786
Key:

Data

{'content': 'bruised, pounded'}